τραχηλοκοπώ
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
-έω, Α
αποκεφαλίζω, καρατομώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -κοπῶ (< -κοπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκοπώ, ορτυγοκοπώ].