περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
μυροκοπῶ, -έω (Μ)
αλείφω με μύρα, με αρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. κυνο-κοπώ, χειρο-κοπώ].