οκταετής
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
Greek Monolingual
και οχταετής, -ές και οκταέτης, -άετες, θηλ. και -έτις (Α ὀκταετής, -ές και ὀκταέτης, -άετες, θηλ. και -έτις)
1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές»)
2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῦν ἐπίγαμος, ἡ δὲ ὀκταέτις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. εξα-ετής].