πλησίφως
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
-ωτος, ὁ, ἡ, = πλησιφαής (with full light).
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
πλησιφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι «γεμίζω» (πρβ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + -φως (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψίφως].