ὑπερφαής

From LSJ
Revision as of 20:45, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

German (Pape)

[Seite 1203] ές, übermäßig hell, überaus sichtbar, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφαής: -ές, ὑπερβαλλόντως φωτεινός, λαμπρὸς ἢ ἔνδοξος, τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας ἀξιωθέντας Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 134Α.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
πάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπρος
μσν.
λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περι-φαής].