ὑπερφαής
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
German (Pape)
[Seite 1203] ές, übermäßig hell, überaus sichtbar, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφαής: -ές, ὑπερβαλλόντως φωτεινός, λαμπρὸς ἢ ἔνδοξος, τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας ἀξιωθέντας Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 134Α.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπρος
μσν.
λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περι-φαής].