κατάματος

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για χιόνι ή βροχή ή καπνό) αυτός που πέφτει κατευθείαν στα μάτια («κατάματο έπεφτε πάνω μας το χαλάζι»).
επίρρ...
κατάματα
μέσα στα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό-ματος, μονό-ματος].