επιχαιρεσίκακος

From LSJ
Revision as of 08:48, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

ἐπιχαιρεσίκακος, -ον (Α)
βλ. επιχαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. του τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή του η του αοριστ. θ. χαιρησ- του ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος).