Μυρρινοῦς
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
οῦντος, ὁ, name of a deme of Attica, Str.9.1.22: Μυρρινούσιος, ὁ, an inhabitant of it, IG12.335.42, Aeschin.1.98, etc.:— but Μυρρινοῦττα, ἡ, another deme, IG2.872, 22.896.45, al.
French (Bailly abrégé)
οῦντος (ὁ) :
Myrrhinonte, dème de la tribu Pandionide.
Étymologie: μυρρίνη.
Russian (Dvoretsky)
Μυρρῐνοῦς: οῦντος ὁ Мирринунт (дем в атт. филе Πανδιονίς) Dem.
Greek (Liddell-Scott)
Μυρρῐνοῦς: οῦντος, ὁ, ὄνομα δήμου τῆς Ἀττικῆς, Στράβ. 309· - Μυρρινούσιος, ὁ, ὁ δημότης αὐτοῦ, Πλάτ.: θηλ. Μυρρινοῦττα, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 297: πρβλ. Ῥαμνοῦς.