κεγχραμίς
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (κέγχρος)
A seed of fig, Hp.Nat.Mul.109, Arist. HA549a29, Thphr.HP1.11.6, 2.8.2.
2 olive kernel, Suid.
3 pl., trachomata of the eye, Orib.Eup.4.27 tit.
German (Pape)
[Seite 1410] ίδος, ἡ, die kleinen Körner in den Feigen u. Oliven; Hippocr.; Arist. H. A. 5, 17; Sp.
Russian (Dvoretsky)
κεγχρᾰμίς: ίδος (ῐδ) ἡ фиговое зернышко Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρᾰμίς: -ίδος, ἡ, (κέγχρος) ὁ ἐν τῷ σύκῳ μικρὸς σπόρος, Ἱππ. 586. 49, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 4, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 6. 2) ὁ πυρὴν τῆς ἐλαίας, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κεγχραμίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ο μικρός σπόρος του σύκου
2. το κουκούτσι της ελιάς
3. κάθε λεπτός κόκκος
4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες
τα τραχώματα τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς.