Φαληρεύς

From LSJ
Revision as of 08:35, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φαληρεύς Medium diacritics: Φαληρεύς Low diacritics: Φαληρεύς Capitals: ΦΑΛΗΡΕΥΣ
Transliteration A: Phalēreús Transliteration B: Phalēreus Transliteration C: Falirefs Beta Code: *falhreu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, a Phalerian, Hdt. 5.63, etc.; fem. Φαληρίς, -ίδος, St.Byz.; Adj. Φαληρικός, ή, όν, Th. 2.13, Ar. Ach. 901, al.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Phalère.
Étymologie: Φάληρον.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α
ο κάτοικος του Φαλήρου, Φαληριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. -εύς (πρβλ. Χαλκιδεύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Λεσβίς)].

Russian (Dvoretsky)

Φᾰληρεύς: έως ὁ житель или уроженец Фалера Her.