υπαίτιος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπαίτιος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος
2. (κατ' επέκτ.) ένοχος, φταίχτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος
2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος», Φίλ.)
3. φρ. α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή σημεία του ζωδιακού κύκλου (Πτολ.)
β) «ὑπαίτιος γίγνομαι κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο πάπ..
επίρρ...
ὑπαιτίως Α
υπό κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἴτιος (< αἰτία), πρβλ. ἀν-αίτιος].