προσκεφαλίς
From LSJ
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = ίδος, ἡ, = προσκεφάλαιον, προσκεφαλίς (cushion for the head, pillow, cushion, treasure-chamber) I, Gloss.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
μαξιλάρι, προσκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ-αιον + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς)].