πτωχόκομπος
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
Greek (Liddell-Scott)
πτωχόκομπος: -ον, κομπάζων ἢ καυχώμενος ἐπὶ τῇ ἐπαιτείᾳ, Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
πτωχαλαζόνας, ψωροπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κόμπος (Ι) «κομπασμός» (πρβλ. ματαιό-κομπος)].