σακτήρ
From LSJ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, sack, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σακτήρ: -ῆρος, ὁ (σάττω) σάκκος, θύλακος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) σάκος, θύλακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. φυλακ-τήρ)
για την σημ. βλ. και λ. σάκτας.
German (Pape)
ὁ, der Sack, Vetera Lexica.