σκασίλα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

και σκαΐλα, η, Ν
1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, λύπη, δυσαρέσκεια
2. φρ. «σκασίλα μου!» ή «σκασίλα που μ' έφαγε!» ή «είχα μια σκασίλα
ειρων. δεν μέ νοιάζει καθόλου, δεν δίνω δεκάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάση + κατάλ. -ίλα (πρβλ. μαυρ-ίλα)].