σκασίλα

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

και σκαΐλα, η, Ν
1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, λύπη, δυσαρέσκεια
2. φρ. «σκασίλα μου!» ή «σκασίλα που μ' έφαγε!» ή «είχα μια σκασίλα
ειρων. δεν μέ νοιάζει καθόλου, δεν δίνω δεκάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάση + κατάλ. -ίλα (πρβλ. μαυρίλα)].