σαυκρός

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυκρός Medium diacritics: σαυκρός Low diacritics: σαυκρός Capitals: ΣΑΥΚΡΟΣ
Transliteration A: saukrós Transliteration B: saukros Transliteration C: safkros Beta Code: saukro/s

English (LSJ)

ά, όν, = ἁβρός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 865] wie σαῦλος, zart, weichlich, VLL.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ-κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν
σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma- «αδύνατος, λεπτός») είναι εκφραστικοί τ. αβέβαιης ετυμολ., στους οποίους οι λεξικογράφοι έχουν αποδώσει ποικιλία σημασιών. Η σύνδεση του τ. σαυκρός με τη λ. ἄκρος οφείλεται ασφαλώς σε παρετυμολογία. Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με τους τ. «ψαυκρόν
κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν», «ψαυκρός
καλλωπιστής, ταχύς» (πρβλ. ψαυκρόποδα
κουφόπουδα») οδήγησε στο να θεωρηθούν οι τύποι παράγωγα του ρ. ψαύω, από το οποίο με απλοποίηση του αρκτικού ψ- σε σ- προήλθαν οι τ. σαυκρός / σαυχμόν. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση τών τ. με τα σαῦλος και σαύρα].