τελεσίκαρπος

From LSJ
Revision as of 11:01, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεσίκαρπος Medium diacritics: τελεσίκαρπος Low diacritics: τελεσίκαρπος Capitals: ΤΕΛΕΣΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: telesíkarpos Transliteration B: telesikarpos Transliteration C: telesikarpos Beta Code: telesi/karpos

English (LSJ)

ον, bringing its fruit to maturity, ἄμπελος Str. 15.1.8.

German (Pape)

[Seite 1085] = τελεόκαρπος, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσίκαρπος: -ον, καὶ -καρπέω, = τελειόκ-, Στράβ. 687, 831.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη διαδικασία ωρίμασης τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + καρπός (πρβλ. τελειό-καρπος)].