φαρμακίλα

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

η, Ν
1. πικρή γεύση ή πικρή μυρωδιά, φαρμακάδα («το δωμάτιο του αρρώστου μυρίζει φαρμακίλα»)
2. μτφ. ψυχική πικρία, θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ξιν-ίλα)].