φαρμακάδα

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

η, Ν
φαρμακίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. -άδα (πρβλ. πικράδα)].