Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
η, Νφαρμακίλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. -άδα (πρβλ. πικράδα)].