Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
η / φαινομηρίς, -ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α
(στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της
νεοελλ.
συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. παλλακ-ίς)].