φαινομηρίδα

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η / φαινομηρίς, -ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α
(στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της
νεοελλ.
συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. παλλακίς)].