τυΐδε

From LSJ
Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek (Liddell-Scott)

τυΐδε: [ῐ] ἢ τυῖδε, Δωρ. ἀντὶ τοῦ τῇδε, ἐνταῦθα, Θεόκρ. 5. 30, ἐκ διορθώσεως τοῦ Valck. 2) ἀντὶ δεῦρο, μετὰ ῥημάτων κινήσεως, τυῖδ’ ἐλθέ, ἐλθὲ δεῦρο, «ἔλα ἐδῶ», Σαπφὼ 1. 5, πρβλ. Θεόκρ. 28. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4727. ― τυῖ κατὰ τὸν Ἡσύχ. εἶναι Κρητικὸν = ὧδε, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 298.

Greek Monolingual

και τυῑδε Α
(αιολ. και δωρ. τ. αντί τῇδε)
1. εδώ, από εδώ
2. (με ρ. κίνησης) προς τα εδώ («τυῑδ' ἐλθέ», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυΐ + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ἐνθά-δε)].

Greek Monotonic

τυΐδε: [ῐ] ή τυῖδε,
1. Δωρ. αντί τῇδε, εδώ, σε Θεόκρ.
2. αντί δεῦρο, με ρήματα κίνησης, στον ίδ.

German (Pape)

dor. und äol. statt τῇδε.