φρικνός

From LSJ
Revision as of 19:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρικνός Medium diacritics: φρικνός Low diacritics: φρικνός Capitals: ΦΡΙΚΝΟΣ
Transliteration A: phriknós Transliteration B: phriknos Transliteration C: friknos Beta Code: frikno/s

English (LSJ)

ή, όν, = φρικαλέος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1306] = φρικαλέος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φρικνός: -ή, -όν, = φρικαλέος, «φρικνόν· φρικαλέον, δεινόν, φοβερὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρικαλέος, δεινός, φοβερός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -νός (πρβλ. τερπ-νός)].