φρικνός
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ή, όν, = φρικαλέος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1306] = φρικαλέος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρικνός: -ή, -όν, = φρικαλέος, «φρικνόν· φρικαλέον, δεινόν, φοβερὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρικαλέος, δεινός, φοβερός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -νός (πρβλ. τερπ-νός)].