Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
το, Ν
1. η φυσούνα
2. είδος παραδοσιακού κυκλικού χορού για άνδρες και γυναίκες, πιθανώς από την περιοχή της Πρέβεζας, που εκτελείται σε εννέα χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ, κατά τα ονόμ. σε -ούνι (πρβλ. κουδ-ούνι)].