ὀφθαλμηδόν
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
Adv. like eyes, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν ὀφθαλμῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀφθαλμηδόν (Α)
επίρρ. με σχήμα ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].