ὁρμητίας
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὁρμητικός (impetuous, impulsive, eager), Eust. 1819.24.
German (Pape)
[Seite 381] ὁ, = ὁρμητικός, Sp.; auch ὁρμητιαῖος soll vorkommen.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμητίας: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Εὐστ. 1819. 24, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 58, 43.
Greek Monolingual
ὁρμητίας, ὁ (ΑΜ)
1. ο πλήρης ορμής, ο ορμητικός
2. ο ενθουσιώδης, ο φανατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμητής + επίθημα -ίας (πρβλ. τραυματ-ίας)].