ηπατίτιδα

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

η (AM ἡπατῑτις)
οξεία ή χρόνια φλεγμονή του ήπατος, διάχυτη ή εστιακή, την οποία συνήθως προκαλεί λοιμώδης αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -τος + -ίτις (πρβλ. ικτερ-ίτις)].