μεγαλόσωμος

From LSJ
Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόσωμος Medium diacritics: μεγαλόσωμος Low diacritics: μεγαλόσωμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟΣ
Transliteration A: megalósōmos Transliteration B: megalosōmos Transliteration C: megalosomos Beta Code: megalo/swmos

English (LSJ)

ον, = μεγαλοσώματος (large-bodied, full-bodied), Sch. Ar. Ra. 55, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 55, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλόσωμος, -ον)
αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σῶμα (πρβλ. υψηλό-σωμος) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. αντί μεγαλοσώματος.

German (Pape)

von großem Körper, großleibig, Sp.