χρονία

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

German (Pape)

[Seite 1377] ἡ, = χρονιότης, zw.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
(αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ία (πρβλ. θυσ-ία)].