ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
το, Νελάττωμα, μειονέκτημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ψέγος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -άδι (πρβλ. πηγ-άδι)].