Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
η, Ν
1. γραμμή που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το μέτωπο προς τα πίσω
2. συνεκδ. η κόμμωση κατά την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. σφουγγαρίσ-τρα)].