ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
-η, -ο (Α ὁμόθυμος, -ον)
ομόγνωμος, ομόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων.
επίρρ...
ομοθύμως και ομόθυμα (Α ὁμοθύμως)
με ομοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θυμός (πρβλ. κακό-θυμος)].