ἐφιαλτία
From LSJ
English (LSJ)
ἐφιαλτία, ἡ, = γλυκυσίδη, Aët.1.84; = ἐφιαλτεία (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1118] ἡ, u. ἐφιάλτιον, τό, ein Kraut, das gegen Alpdrücken schützen sollte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφιαλτία: ἡ, ἢ ἐφιάλτιον, τὸ, βοτάνη προφυλακτικὴ κατὰ τοῦ ἐφιάλτου, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. ἐν Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρ. τ. 2. 654. 162.