Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αφρός

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352

Greek Monolingual

ο (AM ἀφρός)
1. οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν
2. οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο στόμα
νεοελλ.
1. το πιο εκλεκτό μέρος κάποιου πράγματος
2. κάτι πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστο
αρχ.
αφρώδες αίμα, αίμα και αφρός μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη που συνδέει το αφρός με το αρμεν. p'tp'ur «αφρός», μολονότι δελεαστική, προσκρούει στη δυσκολία συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη σύνδεση με τα όμβρος, αρχ. ινδ. abhra- «σύννεφο» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. αφρός, ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού αλλά και τον αφρό στο στόμα ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. αφρός δήλωνε και είδος του ψαριού αφύη, ονομασία που κατά τον Ησύχιο οφειλόταν στο λευκό, όμοιο με τον αφρό, χρώμα του ψαριού αυτού.
ΠΑΡ. αφρώδης
μσν.- νεοελλ.
αφρισμός (νεοελλ. και άφρισμα).
ΣΥΝΘ. άναφρος, αφρόγαλα
αρχ.
δίαφρος, έπαφρος, ύπαφρος
νεοελλ.
αφροκοπώ, αφρολόγος, αφροξυλιά].