Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αφροκοπώ

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

(-άω)
1. βγάζω συνεχώς αφρούς («αφροκοπά η θάλασσα»)
2. αφρίζω από οργή, βγάζω κραυγές μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφρός + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ)].