σιγάλωμα

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγᾰλωμα Medium diacritics: σιγάλωμα Low diacritics: σιγάλωμα Capitals: ΣΙΓΑΛΩΜΑ
Transliteration A: sigálōma Transliteration B: sigalōma Transliteration C: sigaloma Beta Code: siga/lwma

English (LSJ)

ατος, τό, A instrument for smoothing or polishing, especially of shoemakers for smoothing leather, ibid., Hsch. s.v. σιγαλόεντα. II border, edging of a dress, Id.; v. σιάλωμα.

German (Pape)

[Seite 878] τό, ein Werkzeug zum Glätten, bes. ein Schusterwerkzeug, das Leder damit zu glätten, VLL. – Auch ein Vorstoß an Kleidern, vgl. σιάλωμα.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγάλωμα: τό, ἐργαλεῖον πρὸς ἰσοπέδωσιν ἢ στίλβωσιν, μάλιστα τῶν ὑποδηματοποιῶν πρὸς στίλβωσιν δερμάτων, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ΙΙ. κράσπεδον, ἄκρα ἱματίου, «τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις» Ἡσύχ., ἴδε σιάλωμα ΙΙ.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α σιγαλῶ
1. (κυρίως σχετικά με δέρματα και, ειδικότερα, σχετικά με υποδήματα) εργαλείο στίλβωσης ή λείανσης
2. παρυφή, άκρο ενδύματος.