τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Full diacritics: μοριφόν | Medium diacritics: μοριφόν | Low diacritics: μοριφόν | Capitals: ΜΟΡΙΦΟΝ |
Transliteration A: moriphón | Transliteration B: moriphon | Transliteration C: morifon | Beta Code: morifo/n |
σκοτεινόν, μέλαν, Hsch. μόρμη· χαλεπή, ἐκπληκτική, Id. μορμίλλων, v. μερμίλλων. μόρμοι· φόβοι κενοί, Id.
μοριφόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινόν, μέλαν».