σφακώδης

From LSJ
Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκώδης Medium diacritics: σφακώδης Low diacritics: σφακώδης Capitals: ΣΦΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sphakṓdēs Transliteration B: sphakōdēs Transliteration C: sfakodis Beta Code: sfakw/dhs

English (LSJ)

ες, abounding in sage, κλ<ε>ιτύς Hsch. σφάλαξ, v σπάλαξ. σφαλάσσειν· τέμνειν, κεντεῖν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἄφθονον ἐλελίσφακον, «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ σφάκος ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ῶδες, Α σφάκος
(για τόπο) αυτός στον οποίο φύεται με αφθονία η φασκομηλιά.

German (Pape)

ες, salbeiartig, reich an Salbei, Hesych.