βελουλκός

Revision as of 12:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ὁ, A instrument for drawing out darts, ibid. II= δίκταμνος, Ps.-Dsc.3.32.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 instrumento para la extracción de puntas de flecha Paul.Aeg.6.88.3.
2 bot. díctamo, Origanum dictamnus L., Ps.Dsc.3.32.

German (Pape)

[Seite 441] (ἕλκω), pfeilausziehend; τὸ β., ein Instrument dazu, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

βελουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων βέλος ἐκ πληγῆς· ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα βελουλκέω, ἕλκω, ἐξάγω βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, μόνος του ἐκβάλλει τὸ βέλος, δηλ. τὸ ἄγκιστρον, Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88.

Greek Monolingual

βελουλκός, ο (Α)
1. χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση βέλους από τραύμα
2. το φυτό δίκταμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέλος + -ουλκος < ολκή ή ολκός].