φρύνιον
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: φρύνιον | Medium diacritics: φρύνιον | Low diacritics: φρύνιον | Capitals: ΦΡΥΝΙΟΝ |
Transliteration A: phrýnion | Transliteration B: phrynion | Transliteration C: frynion | Beta Code: fru/nion |
[ῡ], τό, A = ποτίρριον, Dsc.3.15. 2 = βατράχιον1, Ps.- Dsc.2.175.
[Seite 1311] τό, eine Pflanze, auch βατράχιον genannt, Diosc.
φρύνιον: [ῡ], τό, φυτόν τι, ἄλλως βατράχιον καὶ ποτήριον, Διοσκ. 3. 17.
τὸ, Α φρύνη / φρῡνος]
είδος φυτού.