ὑφάλμυρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, somewhat salt, Dsc.2.122; f.l. for ὑφάμμοις (τόποις), Id.3.136.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφάλμῠρος: -ον, ὀλίγον ἁλμυρός, Εὐστ. Πονημάτ. 184. 57.
Greek Monolingual
-η, -ο/ ὑφάλμυρος, -ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος,-η, -ο, Ν
ο κάπως αλμυρός
νεοελλ.
ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός του οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρός.
German (Pape)
etwas salzig, neben ταριχευτός Plut. qu.nat. 3.