ὑφάλμυρος

From LSJ
Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφάλμῠρος Medium diacritics: ὑφάλμυρος Low diacritics: υφάλμυρος Capitals: ΥΦΑΛΜΥΡΟΣ
Transliteration A: hyphálmyros Transliteration B: hyphalmyros Transliteration C: yfalmyros Beta Code: u(fa/lmuros

English (LSJ)

ον, somewhat salt, Dsc.2.122; f.l. for ὑφάμμοις (τόποις), Id.3.136.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφάλμῠρος: -ον, ὀλίγον ἁλμυρός, Εὐστ. Πονημάτ. 184. 57.

Greek Monolingual

-η, -ο/ ὑφάλμυρος, -ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος,-η, -ο, Ν
ο κάπως αλμυρός
νεοελλ.
ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός του οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρός.

German (Pape)

etwas salzig, neben ταριχευτός Plut. qu.nat. 3.