φιλοφόρμιγξ

From LSJ
Revision as of 15:21, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοφόρμιγξ Medium diacritics: φιλοφόρμιγξ Low diacritics: φιλοφόρμιγξ Capitals: ΦΙΛΟΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: philophórminx Transliteration B: philophorminx Transliteration C: filoformigks Beta Code: filofo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ, loving, i. e. accompanying, the lyre, of song, A.Supp.697 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1288] ιγγος, die Leier liebend, sie gewöhnlich begleitend, φήμα, Aesch. Suppl. 678.

Russian (Dvoretsky)

φιλοφόρμιγξ: ιγγος adj. сочетающийся с игрой на форминге, сопутствующий форминге (φάμα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοφόρμιγξ: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν φόρμιγγα, δηλ. συνοδεύων αὐτήν, ἐκ στομάτων φερέσθω φάμα φ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 696.

Greek Monolingual

-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που του αρέσει να συνοδεύει τον ήχο της φόρμιγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φόρμιγξ, -ιγγος (πρβλ. ἀναξιφόρμιγξ, χρυσοφόρμιγξ)].