Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Full diacritics: σῐδηροθήκη | Medium diacritics: σιδηροθήκη | Low diacritics: σιδηροθήκη | Capitals: ΣΙΔΗΡΟΘΗΚΗ |
Transliteration A: sidērothḗkē | Transliteration B: sidērothēkē | Transliteration C: sidirothiki | Beta Code: sidhroqh/kh |
ἡ, armoury, Hsch. s.v. ὀγκίαι.
σῐδηροθήκη: ἡ, ὁπλοστάσιον, ὁπλοθήκη, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀγκίαι.
ἡ, Α
1. οπλοθήκη, οπλοστάσιο
2. πιθ. θήκη ιατρικών εργαλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + θήκη (πρβλ. σκευοθήκη)].