βαττολογία
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ἀργολογία, ἀκαιρολογία, Hsch. (βατο- cod.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cháchara, charla insustancial γέγονεν τὸ ἁμάρτημα ... παρὰ τὴν τοῦ λαβόντος βαττολογίαν Vit.Aesop.G 50, τὰ ῥήματά μου ... βαττολογίας ἀμέτοχα Ast.Soph.Hom.6.10, οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλὰ β. Gr.Nyss.M.44.1128A, cf. Hsch.β 340, Et.Gen.β 68B.
German (Pape)
[Seite 439] ἡ, das Plappern, Sp.; auch βαττολόγημα, K. S.
Greek Monolingual
η (Μ βαττολογία) βαττολογώ
φλυαρία, μωρολογία.