ὀρθόκορυς
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
υθος, ὁ, ἡ, having an upright crest, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκορυς: -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀρθόκορυς, -υθος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῑλον ἔχων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + κόρυς, -υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρίκορυς)].