καυκαλίας

From LSJ
Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυκᾰλίας Medium diacritics: καυκαλίας Low diacritics: καυκαλίας Capitals: ΚΑΥΚΑΛΙΑΣ
Transliteration A: kaukalías Transliteration B: kaukalias Transliteration C: kafkalias Beta Code: kaukali/as

English (LSJ)

ὁ, kind of bird, Hsch.; cf. καυκιάλης.

German (Pape)

[Seite 1407] ὁ, ein Vogel, Hesych. καυκιάλης.

Greek (Liddell-Scott)

καυκᾰλίας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

καυκαλίας, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. koka-, kokila- και το λιθουαν. kaukӯs, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα kau- «ουρλιάζω» ή kawā- «θορυβώδες, φωνακλάδικο πουλί»].