μονόφορβος
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ον, grazing alone, Hsch.
German (Pape)
[Seite 206] allein weidend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μονόφορβος: -ον, «μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α.
Greek Monolingual
μονόφορβος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει μόνος του («μονόφορβος
μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. πολύφορβος].