φριξολόφος
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
English (LSJ)
ον, = φριξαύχην, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
φριξολόφος: -ον, = φριξαύχην, «φριξολόφος· ὀρθοχαίτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
φριξαύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + λόφος (πρβλ. ξανθόλοφος, φοινικόλοφος)].