σκάφαλος
From LSJ
English (LSJ)
ἀντλητήρ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 890] erkl. Hesych. durch ἀντλητήρ.
Greek (Liddell-Scott)
σκάφαλος: ὁ, (σκᾰφή) καδίσκος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, «κουβᾶς», «ἀντλητήρ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀντλητήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + κατάλ. -αλος, κατά το πάσσ-αλος].